ἐμπεδόμυθος

ἐμπεδόμυθος
ἐμπεδό-μῡθος, ον,
A steadfast to one's word, Ἄτροπος, Πειθώ, Nonn.D. 12.141, 38.43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπεδόμυθος — ἐμπεδόμυθος, ον (Α) 1. αυτός που παραμένει σταθερός στον λόγο του 2. αληθινός, συνεπής …   Dictionary of Greek

  • ἐμπεδόμυθος — steadfast to one s word masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεδόμυθον — ἐμπεδόμυθος steadfast to one s word masc/fem acc sg ἐμπεδόμυθος steadfast to one s word neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”